-
1 βίος
βίος, ὁ, das Leben; eigentlich Nebenform von βία, die Lebenskraft, die Stärke; vgl. ζάλος ζάλη, κύμβος κύμβη, πέτρος πέτρα, πλάνος πλάνη, πύλος πύλη, ὕδρος ὕδρα, χλόος χλόα, χνόος χνόη, χρόος χρόα, χύτρος χύτρα; αἶϑρος αἴϑρα, κοῖτος κοίτη, οἶμος οἴμη; χῶρος χώρα; σφαῖρος σφαῖρα; δραγμός δραγμή, δεσμός δεσμή oder δέσμη; ἄνδραχνος ἀνδράχνη, ἕσπερος ἑσπέρα, ϑάλαμος ϑαλάμη, κάλαμος καλάμη, στέφανος στεφάνη, χάραδρος χαράδρα. Bei Hom. βίος dreimal: Odyss. 15, 491 ἀνδρὸς δώματ' ἀφίκεο ἠπίου, ὃς δή τοι παρέχει βρῶσίν τε πόσιν τε ἐνδυκέως, ζώεις δ' ἀγαϑὸν βίον; 18, 254. 19, 127 εἰ κεῖνός γ' ἐλϑὼν τὸν ἐμὸν βίον ἀμφιπολεύοι, μεῖζόν κε κλέος εἴη ἐμὸν καὶ κάλλιον οὕτως. Bei den Folgenden: 1) das Leben, von Pind. an, bei Tragg., u. in Prosa überall. Nach den Gramm. von ζωή, dem bloßen Existiren eines Geschöpfes, so unterschieden, daß es nur das Leben vernünftiger Wesen bezeichnet; doch sagt Xen. Mem. 3, 11, 6 βίος φαλάγγων; Nicarch. 17 (XI, 397) ἡμιόνων; – Lebenszeit, Lebensdauer, im Ggstz von ϑάνατος; sehr gew. βίον ζῆν, διάγειν, διατελεῖν, διατρίβειν, διεξάγειν, διέρχεσϑαι; Ggstz τελευτᾶν; s. auch ἀποῤῥηγνύναι, ἀποψύχειν, ἐκλείπειν, ἐκπλῆσαι, καταστρέφειν, μεταλλάττειν; – ἐπὶ τοῠ σοῠ βίου, bei deinen Lebzeiten, Plat. Phaedr. 242 a; pleon. ζωῆς βίος Epinom. 982 a; Plut. Consol. Apoll. p. 350. – 2) das Leben u. Wirken, Lebensart, Lebenswandel, VLL. ἐπιτήδευμα; vgl. B. A. 30, der β. ϑαλάττιος, ῥητορικός aufführt; Arist Eth. Nic. 1, 5 βίος ἀπολαυστικός, πολιτικός, ϑεωρητικός; vgl. Plat. Legg. V, 733 d u. sonst; Gewerbe, D. Hal. 2, 28. – 3) Lebensunterhalt, ἐπηετανός Hes. O. 31; βίον ἔχειν 42; βίον καὶ πλοῠτον κτᾶσϑαι Eur. Suppl. 450; ἀπ' ἔργων ἀνοσίων Her. 8, 106; ἑτέρωϑεν Aeschin. 1, 195; βίον πορίζειν τινί Ar. Vesp. 706; ὁπόϑεν βίον ἕξει Plut. 534; βίον ποιεῖσϑαι ἐντεῦϑεν Thuc. 1, 5, davon leben; ἀπὸ γεωργίας Xen. Oec. 6, 11; ἀπὸ ϑαλάσσης ἔχειν Plut. Symp. 8, 8, 2; βίον συλλέγεσϑαι ἀπό τινος Plat. Legg. XI, 936 b; ἀγείρειν Theocr. 14, 40; ὁ βίος αὐτοῖς ἀπὸ τῆς ϑαλάττης Xen. Hell. 7, 1, 2; von Thieren, Mem. 3, 11, 6. – 4) bei Arist. u. bes. Sp., wie Luc. Tim. 4, 25 Hel. 1, 6, die Lebenden, die Welt; Gramm. ἐν u. παρὰ τῷ βίῳ, im gewöhnlichen Leben, vgl. B. A. 113, 25 καϑ' οὗ ὁ βίος τάσσει, der gew. Sprachgebrauch. – 5) Wohnort, βίους ἱδρύσαντο Dion. Hal. 1, 68. – 6) Lebensbeschreibung, Plut.
-
2 βίος
βίος, ου, ὁ (s. βιόω; Hom.+; Hermas prefers ζωή) ‘life’ in its appearance and manifestations freq. distinguished from ζωή, the condition of being alive, cp. Plotin. 3, 7, 11, 4; Schmidt, Syn. 327–30. Although there is freq. overlapping in usage, βίος may be said to denote the manner in which one’s ζωή finds expression (cp. Plut., Mor. 114d τῆς ζωῆς βίος), and the latter term may be used to connote quality of existence as such (cp. IPriene 105, 10 the birth of Augustus marked the ‘beginning of life (βίος) and living (ζωή)’; s. also line 49; cp. Od. 15, 491; X. Mem. 3, 3, 11 and Cass. Dio 69, 19 ‘Here lies Similis, alive [βιόω] for a number of years, but really living [ζάω] for seven’.). Hence, as the semantic history shows, the loss of βίος need not terminate ζωή (q.v.).① life and activity associated w. it, life (Hdt. 6, 109, 3; cp. Aeschyl., Prom. 537 al.; pap, LXX) 2 Cl 1:6. χρόνος τοῦ βίου time of life 1 Pt 4:3 v.l. εἰσέρχεσθαι εἰς τὸν β. come to life Dg 1 of a new way of living. ἀποτάσσεσθαι τῷ βίῳ bid farewell to life (as the world knows it) IPhld 11:1; ὁ νῦν β. the present life (Ael. Aristid. 30, 20 K.=10 p. 121 D.) 2 Cl 20:2 and its ἡδοναί pleasures (cp. Jos., Ant. 4, 143) Lk 8:14; IRo 7:3. Contrasted w. it is life beyond the grave μέλλων β. (Diod S 8, 15, 1; Maximus Tyr. 41, 5f) 2 Cl 20:2 or ἄλλος β. (Sallust. 18 p. 34, 10 ἕτερος β., which involves punishment; Jos., C. Ap. 2, 218 β. ἀμείνων) IEph 9:2 (ὅλον cj.). αἱ τ. βίου πραγματεῖαι the affairs of everyday life 2 Ti 2:4. W. qualifying terms denoting personal conduct (Himerius, Or. 41 [=Or. 7], 1 ἥμερος β.; BGU 372 II, 2 ἀνδράσι πονηρὸν καὶ λῃστρικὸν βίον ποιουμένοις; Wsd 4:9; 5:4; 4 Macc 1:15; 7:7; 8:8 Ἑλληνικὸς β.) ἄνομος β. MPol 3. Opp. ἐνάρετος β. 1 Cl 62:1; β. παράσημον ἀσκεῖν lead a strange/outlandish life Dg 5:2. Pl. of the way of life of several pers. (Diod S 3, 34, 8; 3, 35, 1; Strabo 3, 3, 7; Jos., Vi. 256b) 5:10. Prob. 1 Ti 2:2 has a sim. thrust lead an orderly life (= one that does not disturb the peace) ἡσύχιον β. διάγειν (Ath. 37, 1; cp. PSI 541 ἵνα εὐσχημονῶν κ. ἀνέγκλητος … τὸν βίον ἔχω).② (Hes. et al.; Hdt., X.) resources needed to maintain life, means of subsistence (UPZ 14, 32 [158 B.C.]; Pr 31:14) Dg 5:4. Specif. property (Eur., Suppl. 861 in Diog. L. 7, 22; Diod S 12, 40, 3; Vett. Val. index; SIG 708, 33; 762, 40; PCairPreis 2, 13; PGM 13, 636f αὔξησόν μου τὸν βίον ἐν πολλοῖς ἀγαθοῖς; SSol 8:7; 2 Esdr 7:26; Jos., Ant. 1, 326) Mk 12:44; Lk 8:43; 15:12, 30; 21:4 (Julian, Anth. Pal. 6, 25, 5f: the insignificant gift of poor Cinyres to the nymphs was his ὅλος βίος); β. τοῦ κόσμου worldly goods 1J 3:17. ἀλαζονεία τοῦ β. 2:16.—B. 285; 769. Schmidt, Syn. IV 40–53. DELG. M-M. TW. Sv. -
3 βιός
βιός, ὁ, der Bogen, Schußwaffe; eigentlich Nebenform von βία, die Kraft, passende Bezeichnung für eine elastische Schußwaffe; vgl. βλαστός βλάστη, κνημός κνήμη; βόλος βολή, γόνος γονή, πλόκος πλοκή, πνόος πνοή, πόϑος ποϑή, ῥόος ῥοή, σπόρος σπορά, στόλος στολή, στρόφος στροφή, τάφος ταφή, τόμος τομή, τύπος τυπή, φϑόγγος φϑογγή, φϑόρος φϑορά, φόνος φονή, φόρος φορά, χόλος χολή, χόος χοή; ἦχος ἠχή, ὦνος ὠνή; ἄγορος ἀγορά, βίοτος βιοτή, πάταγος παταγή; διάλογος διαλογή; von βίος das Leben, welches ebenfalls Nebenform von βία ist, ward βιός der Bogen durch den Accent unterschieden; vgl. γαῠλος γαυλός; νόμος νομός νομή, τρόπος τροπός τροπή. Bei Hom. βιός der Bogen öfters; einen Unterschied zwischen βιός und τόξον kennt Hom. nicht, vgl. z. B. Iliad. 1, 45 mit vs. 49, Odyss. 21, 233 mit vs. 234. Aber τὁξον ist bei Hom. weit häufiger.
-
4 βίος
A life, i. e. not animal life ([etym.] ζωή), but mode of life (cf.εἰ χρόνον τις λέγοι ψυχῆς ἐν κινήσει μετα βατικῇ ἐξ ἄλλου εἰς ἄλλον βίον ζωὴν εἶναι Plot.3.7.11
), manner of living (mostly therefore of men, v. Ammon. p.32 V.; but also of animals,διεχώριζον ζῴων τε βίον δένδρων τε φύσιν Epicr.11.14
, cf. X.Mem.3.11.6, etc.; alsoζῆν φυτοῦ βίον Arist. GA 736b13
);ζώεις δ' ἀγαθὸν βίον Od. 15.491
;ἐμὸν βίον ἀμφιπολεύειν 18.254
;αἰῶνα βίοιο Hes.Fr. 161
;τὸν μακρὸν τείνειν βίον A.Pr. 537
(lyr.);ὁ καθ' ἡμέραν β. S.OC 1364
;βίον διαγαγεῖν Ar. Pax 439
; ;διατελεῖν Isoc.6.45
; διέρχεσθαι βίου τέλος dub.in Pi.I.4(3).5;τελευτᾶν Isoc.4.84
;ὑπ' ἄλλου τελευτῆσαι β. Pl.Lg. 870e
;ἐπειδὰν τοῦ ἀνθρωπίνου βίου τελευτήσω X.Cyr.8.7.17
;τέρμα βίου περᾶν S.OT 1530
;ὁδὸς βίου Isoc.1.5
, cf. X.Mem.2.1.21; ; prov., ὁ ἐπὶ Κρόνου βίος 'the Golden Age', Id.Ath.16.7; soΤαρτησσοῦ β. Him.Ecl.10.11
;β. ζωῆς Pl.Epin. 982a
(cf. βιοτή); ζῆν θαλάττιον β. Antiph.100
;ἀμέριμνον ζῆν β. Philem.92.8
;λαγὼ β. ζῆν δεδιὼς καὶ τρέμων D.18.263
;σκληρὸς τῷ β. Men.Georg.66
: rarely in pl., Alex.116.6 and 11, Men.855; τίνες καὶ πόσοι εἰσὶ β.; Pl.Lg. 733d, cf. Arist.EN 1095b15, Pol. 1256a20.2 in Poets sts. = ζωή, βίον ἐκπνέων A.Ag. 1517 (lyr.); ;φείδεσθαι βίου Id.Ph. 749
; νοσφίζειν τινὰ βίου ib. 1427, etc.3 lifetime,ἐς τὸν ἅπαντα ἀνθρώπων β. Hdt.6.109
;τῶν ἐπὶ τοῦ σοῦ β. γεγονότων λόγων Pl.Phdr. 242a
, cf. PMagd.18.7 (iii B. C.), etc.II livelihood, means of living (in Hom. βίοτος), βίος ἐπηετανός Hes.Op.31
, Pi.N.6.10; τὸν βίον κτᾶσθαι, ποιεῖσθαι, ἔχειν ἀπό τινος, to make one's living off, to live by a thing, Hdt.8.106, Th.1.5, X.Oec.6.11; , cf. 933, 1282;κτᾶσθαι πλοῦτον καὶ βίον τέκνοις E. Supp. 450
; πλείον' ἐκμοχθεῖν β. ib. 451; β. πολύς ib. 861; ;βίον κεκτημένος Philem.99.4
; ὁ ῐδιος β. private property, AJA17.29 (i B. C.), cf. SIG762.40, Iamb.VP30.170; β. Δημήτριος, = corn, A.Fr.44.III the world we live in, 'the world', οἱ ἀπὸ τοῦ β., opp. the philosophers, S.E.M.11.49; simplyὁ βίος Id.P.1.211
; ὁ β. ὁ κοινός ib. 237;μυθικὰς ὑποθέσεις ὧν μεστὸς ὁ β. ἐστί Ph.1.226
; ἐκκαθαίρειν τὸν β., of Hercules, Luc.DDeor.13.1; τὸν βίον μιμούμενοι, of comic poets, Sch. Heph.p.115C.; also, 'the public',ἵνα ὁ β. εἰδῇ τίνα δεῖ μετακαλεῖσθαι Sor.1.4
.V a life, biography, as those of Plu., Thes.1, cf. Ph.2.180.VIII Astrol., the second region, Paul.Al.L.2. (Cf. Skt. jīv´s 'alive', j[imacracute]vati 'live', Lat. uīvus, etc.) -
5 βιός
-
6 βιός
βιόςbow: masc nom sg -
7 βίος
βίοςlife: masc nom sg -
8 βίος
-
9 βίος
βῐος (βίου, -ῳ, -ον)1 lifea span, length of life.μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε P. 3.61
ταύτας δὲ μήποτε τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον πεπρωμένον (i. e. = γονέας πεπρωμένον βίον διάγοντας) P. 6.27 δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται, ἑλίσσων βίου πόρον (Tricl: βιότου codd.) I. 8.15ἐπὶ γῆρας ἱξέμεν βίου Pae. 6.117
μηδἀμαύρου τέρψιν ἐν βίῳ fr. 126. οἶδε μὲν βίου τελευτάν, οἶδεν δὲ διόσδοτον ἀρχάν sc. the initiate in the Eleusinian mysteries fr. 137. [ βίου (codd.: βιότου Donaldson) I. 4.5].b way of life. ἔχει δ' ἀπάλαμον βίον τοῦτον ἐμπεδόμοχθον sc. Tantalos O. 1.59βίον κορυσσέμεν ὀρθοβούλοισι μαχαναῖς P. 8.75
c livelihood. ἀρούραισιν, αἵτ' ἀμειβό-μεναι τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν N. 6.10
-
10 βιός
-
11 βιός
βῐός, ὁ, -
12 βίος
βίος: life. (Od.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βίος
-
13 βιός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βιός
-
14 βίος
-
15 βίος
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βίος
-
16 βιός
Grammatical information: m.Other forms: rare after Homer, replaced by τόξον.Derivatives: NoneEtymology: To Skt. j(i)yā́, Av. ǰyā `bowstring'. Schindler, Wuzelnomen 20 assumes a root noun * gʷieh₂-, with the Gr. word from * gʷih₂-o- `provided with a bowstring (this depends on the question whether `bowstring' is found in Greek); Schwyzer -Debr. 2,32 n. 4 starts from a fem. o-stem (rather doubtful). Further to Lith. gijà `thread', OCS. ži-ca `string.Page in Frisk: 1,237Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βιός
-
17 βίος
ο в разн. знач жизнь;συζυγικός βίος — супружеская жизнь;
πολιτικός (δημόσιος) βίος — политическая (общественная) жизнь;
βίοι μεγάλων ανδρών жизнь замечательных людей;ο βίος της κυβερνήσεως ήτο βραχύς — правительство просуществовало недолго;
καθ' άπαντα τον βίον του или καθ' όλον του τον βίον всю свою жизнь;διά βίου пожизненно; § βίοι αγίων жития святых;αυτός είναι βίος και πολιτεία ≈ — он прошёл огонь, воду и-медные трубы
-
18 βιος
I.(β. ἠδέ φαρέτρη Hom.)
II.(ῐ) ὅ1) жизньζώειν ἀγαθὸν βίον Hom. — счастливо жить;
ὅ καθ΄ ἡμεραν β. Soph., Arst. — повседневная жизнь;βίον ἐκπνεῖν Aesch. и τελευτᾶν Isocr. — закончить жизнь, умереть;ἐπὴ τοῦ σοῦ βίου Plat. — в течение твоей жизни2) образ жизни(νομαδικός, γεωργικός Arst.)
3) средства к жизни(βίον ἔχειν ἀπὸ γεωργίας Xen.)
4) свет, общество(ἐκκαθαίρειν τὸν βίον Luc.)
οἱ ἀπὸ τοῦ βίου Sext. — люди с мирскими интересами, практики5) жизнеописание(βίοι παράλλελοι Plut.)
-
19 βιός
ο, τό]1) средства к жизни; состояние; богатство; достаток;2) большое количество, изобилие;βιός ψάρια στο παζάρι — на рынке полно рыбы;
§ τό βιόςοπαντρεύει κούτσουρα — с хорошим приданым можно выдать замуж и пень;
ο βιός στο βιό πάει — погов, деньга к деньге идёт
-
20 βίος
ὁ βίος жизнь (ср. лат. vivus; биология; анабиоз; Макробий)
См. также в других словарях:
βιός — βιός, το (Α) το τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν εξαιρέσει κανείς την κατάληξη, ο τ. βιός ταυτίζεται με αρχ. ινδ. j(i)ya, αβεστ. jya «χορδή (του τόξου)». Έχει υποτεθεί ότι το αρσ. βιός προήλθε από αρχικό θηλ. βιός, πράγμα που εξηγεί και τη διαφορά στην κατάληξη … Dictionary of Greek
βιος, ο — και το βλ. βιο, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιός — bow masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίος — life masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek
βίος — ο 1.η ύπαρξη ζωντανού οργανισμού, η ζωή και η διάρκειά της: Ο συζυγικός του βίος είναι πολύ ευτυχισμένος. 2. βιογραφία: Ο βίος του αγίου Δημητρίου περιέχει πολλά ιστορικά στοιχεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βίος, έντιμος — Στο δίκαιο, ο πριν από την παράνομη πράξη έ.β. είναι λόγος μείωσης της ποινής. Επίσης, λαμβάνεται υπόψη για την αποκατάσταση εκείνων που έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα μετά από ποινική καταδίκη … Dictionary of Greek
Βραχὺς ὁ βίος ἀνθρώπῳ εὖ πράττοντι, δυστυχοῦντι δὲ μακρός. — βραχὺς ὁ βίος ἀνθρώπῳ εὖ πράττοντι, δυστυχοῦντι δὲ μακρός. См. Коротать время … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Παλαίσμαθ’ ἡμῶν ὁ βίος, εὐτυχοῦσι δὲ… — См. Жизнь борьба … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὁ βίος βραχὺς, ἡ δὲ τέχνη μακρή. — См. Жизнь коротка, искусство долго … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οἱος ὁ βίος τοιοῦτος καὶ ὁ λόγος. — См. Знать человека по речам … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)